- επείρομαι
- ἐπείρομαι (AM)1. ρωτώ ξανά, επί πλέον («τοῡτο δὲ ἐπήρετο τῶν παρόντων ἕνεκα», Ξεν.)2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον για κάτι ακόμη («πρὶν λέγειν δ' ὑμᾱς τοδὶ ἐπερήσομαί τι μικρόν», Αριστοφ.)3. ρωτώ κάποιον να μού πει4. ρωτώ για να μάθω κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είρομαι (μέση φωνή τού ρ. είρω) «ερωτώ»].
Dictionary of Greek. 2013.